καλανάρχος

καλανάρχος
και καλανάρχης, ο
βλ. κανονάρχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καλαναρχώ — έω [καλανάρχος] 1. κανοναρχώ*, εκτελώ το έργο τού κανονάρχη 2. φλυαρώ δυσάρεστα με διάθεση επιπλήξεως («τί μού καλαναρχάς κάθε μέρα;») …   Dictionary of Greek

  • καλανάρχης — καλανάρχης, ο και καλανάρχος, ο βλ. κανονάρχης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”